- θηλύνοος
- θηλύ-νοος, weiblich, weibisch gesinnt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θηλύνους — θηλύνοος of womanish mind masc/fem nom pl θηλύνοος of womanish mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυνόους — θηλύνοος of womanish mind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλύνων — θηλύνοος of womanish mind masc/fem/neut gen pl θηλύ̱νων , θηλύνω Aër. pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήλυνοι — θηλύνοος of womanish mind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek